θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
εσχάρωση — η (Α ἐσχάρωσις) [εσχαρώ] ο σχηματισμός εσχάρας έλκους, το κακάδιασμα πληγής … Dictionary of Greek
εσχαρωτικός — ή, ό (Α ἐσχαρωτικός, ή, όν) [εσχαρώ] ιατρ. ο κατάλληλος για τον σχηματισμό εσχάρας, αυτός που συντελεί στο να σχηματιστεί εσχάρωση νεοελλ. (για χημικές ουσίες) αυτός που παράγει εσχάρα σε έλκος ή πληγή αρχ. φρ. «φάρμακα ἐσχαρωτικά» καυστικά… … Dictionary of Greek
εσχαρών — ἐσχαρών ( ῶνος), ὁ (Α) [εσχάρα] επιγρ. τόπος για τοποθέτηση εσχάρας, εστίας … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek
παρεσχαρίτης — ὁ, Μ αυτός που είχε ως έργο την επιμέλεια τής εσχάρας, δηλαδή που φρόντιζε για τη φωτιά και για το ψήσιμο στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐσχάρα + επίβημα ίτης] … Dictionary of Greek